- ανασύρομαι
- ανασύρομαι, ανασύρθηκα, ανασυρμένος βλ. πίν. 218
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀνασεσυρμένον — ἀνασύρομαι perf part mp masc acc sg ἀνασύρομαι perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασυρέντων — ἀνασύρομαι aor part pass masc/neut gen pl ἀνασύρομαι aor imperat pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεσύρην — ἀνασύρομαι aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ἀνασύρομαι aor ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασεσυρκός — ἀνασύρομαι perf part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασεσυρμένη — ἀνασύρομαι perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασεσυρμένην — ἀνασύρομαι perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασεσυρμένος — ἀνασύρομαι perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασεσυρμένου — ἀνασύρομαι perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασεσυρμένους — ἀνασύρομαι perf part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνασεσύρθαι — ἀνασύρομαι perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)